- αρτιτρεφής
- ἀρτιτρεφής, -ές (Α)αυτός που μόλις τώρα άρχισε να τρέφεται με μητρικό γάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι-* + τρεφής < τρέφω (πρβλ. αλιτρεφής, απαλοτρεφής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτιτρεφεῖς — ἀρτιτρεφής just nursed masc/fem acc pl ἀρτιτρεφής just nursed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιτρεφοῦς — ἀρτιτρεφής just nursed masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιτρεφῶν — ἀρτιτρεφής just nursed masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek